- συνείσακτος
- συνείσακτοςintroduced togethermasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνείσακτος — η, ο / συνείσακτος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Ν [συνεισάγω] νεοελλ. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) οι συνείσακτοι εκκλ. εγκρατείς γυναίκες, αφιερωμένες, συνήθως, παρθένες ή χήρες, οι οποίες συγκατοικούσαν με εγκρατείς άνδρες, κληρικούς ή ασκητές, με σκοπό… … Dictionary of Greek
συνείσακτον — συνείσακτος introduced together masc/fem acc sg συνείσακτος introduced together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεισάκτους — συνείσακτος introduced together masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεισάκτων — συνείσακτος introduced together masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαπητρίς — ἀγαπητρίς, η (Α) [ἀγαπῶ] γυναίκα που συγκατοικεί με κληρικούς, συνείσακτος* … Dictionary of Greek